χειρόδεσμος

χειρόδεσμος
χειρό-δεσμος, , Handfessel

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρόδεσμος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. είδος ναυτικού κόμπου μσν. αρχ. χειροπέδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • χειροδέσμη — ἡ, Μ χειρόδεσμος, χειροπέδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρόδεσμος, κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • χειροδέσμιον — τὸ, Μ [χειρόδεσμος] η χειροπέδη …   Dictionary of Greek

  • χειροδεσμώ — έω, Μ [χειρόδεσμος] δένω τα χέρια κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”